- λειτούργιον
- λειτούργ-ιον, τό,A subsidiary action springing out of a trial, Plin.Ep.2.11,12 (λιτ- codd., cf. λειτουργέω ad fin.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λειτούργιον — λειτούργιον, τὸ (Α) [λειτουργός] συμπληρωματική ενέργεια για αποτελείωση, για τερματισμό δίκης … Dictionary of Greek